- σπαρτάρισμα
- τοβίαιο τίναγμα, σφαδασμός: Με ένα σπαρτάρισμα ξέφυγε το ψάρι από τα χέρια του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπαρτάρισμα — το, Ν [σπαρταρίζω] βίαιο τίναγμα, σφαδασμός … Dictionary of Greek
σπάραγμα — το 1. κατασπάραξη, ξέσκισμα: Παρακολούθησε το σπάραγμα του μικρού ζώου από το λιοντάρι. 2. σπαρτάρισμα: Ένιωσε το σπάραγμα του ψαριού μέσα στα χέρια του. 3. σπαραγμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφαδασμός — ο σπαρτάρισμα από πόνο, ψυχορράγημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)